truth is rarely pure and never simple

.

Sunday, March 22, 2009

Μακρυγιάννης...

Βγαίνει έξω με τις συμφοιτήτριες. Αποφασίζουνε να πάνε στο νέο μαστ στέκι της πρωτεύουσας, τη Μάζα. Μία τα ξημερώματα και το δρομάκι κατάμεστο από νεολαίους σε επίσημη ενδυμασία.
Με φουσκωμένο μαλλί σπρώχνει τον κόσμο η Π. Σκληρή και πρόστυχη, με ένα απαξιωτικό προσποιητό βλέμμα διασχίζει τη λαοθάλασσα για να φτάσει κορδωτή στο μηδενικό της σημείο, μέσα στον ασφυκτικό χώρο με την έκρυθμη μουσική. Σκύλα ανάμεσα σε σκύλες, έχει εκείνο το κάτι που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν ξεχάστηκε να κοιταχτεί στον καθρέφτη πριν επιλέξει το συγκεκριμένο άουτ φιτ, ή αν απλώς, η πωλήτρια στην μπουτίκ, απ’ όπου ψωνίζει ήθελε να ξεφορτωθεί άρον άρον το κομμάτι που τώρα φορά. Διαλέγει το θύμα της μεταξύ φλώρων με ριγέ ροζ πουκάμισα και κολαριστά σιδερωμένα μαλλιά. Κοιτάζει εξονυχιστικά όλους τους μυώδεις άντρακλες του ύψους της, ένα και πενήντα, σε τριγωνικό σχήμα, με τις δύο γωνίες τους πάνω φαρδιοί και κάτω μικροσκοπικοί, μικροσκοπικά πέη με το ζόρι και τις ορμόνες να φτάνουν στο μέγεθος της μπάμιας, στριμοκοπημένα μέσα στα θεόστενα τζινάκια, ανυπόμονα να κατακτήσουν το αδηφάγο της αιδοίο που λικνίζεται στο ρυθμό.
Η Π. αποφασίζει να κάνει κάτι παράτολμο. Επιχειρεί να κοιτάξει έναν τυχαίο στα μάτια. Η υποψία πως ίσως τον φλερτάρει του μπλοκάρει το σύστημα. Αμέσως γυρνάει το μάτι του αλλού. Η άμεση επαφή των ματιών μπορεί να του κάνει κακό. Γυρνάει το κεφάλι στην αντίθετη κατεύθυνση για να την ξανακοιτάξει δειλά δειλά λίγα δευτερόλεπτα μετά. Η θέλησή του να το παίξει γενναίος και να επιχειρήσει να ανταποδώσει το βλέμμα της δεν ευοδώνεται. Δεν φταίει αποκλειστικά αυτός για τούτο. Εμποδίζει, βλέπεις, η τύπισσα με το οξυζενέ σκουπόξυλο μαλλί που το παίζει και καλά κάτοχος της ζεϊμπεκικής τέχνης. Ξέρεις, παραπάτημα από την παραζάλη, βαρύς καημός στα στήθια, φτώχεια, λατέρνα και φιλότιμο.
Το ζεϊμπέκικο -σουξεδάκι πιπίλα στο στόμα ψιθυρίζουν τα μισομεθυσμένα κωλόπαιδα. Νιώθουν τους στίχους βαθιά. Το διακρίνει κανείς στο πονεμένο τους βλέμμα και στο νωχελικό τρόπο που ρουφούν το τσιγάρο. Σαν ήρωες σε μελό ταινία εποχής. Η μοναδική τους ευκαιρία να γίνουν ήρωες, να νιώσουν τα φώτα πάνω τους. Προβολείς εστιάζουν στο πρόσωπό τους, μπογιατισμένο με χιλιάδες πούδρες, φώτα αναβοσβήνουν, ο χρόνος γίνεται άσπρο μαύρο, κλικ κλικ κλικ, η ατμόσφαιρα πνιγηρή, ένας μαλάκας από δίπλα επιμένει να τους σκουντά κάθε τρεις και λίγο, είμαι εγώ εδώ άραγε, ίσως να αναρωτιούνται ορισμένοι.
Τα ποτά διαδέχονται το ένα το άλλο. Η Π. ποζάρει σε φωτογραφίες, τα φλας δείχνουν τη μούρη της κάτασπρη, πλάι σε μια άλλη παρόμοια κάτασπρη μούρη. Αφού τελειώνει και τούτη η υποχρέωση, η Π. είναι ελεύθερη να συνεχίσει το γλέντι της. Ψάχνει για το επόμενο υποψήφιο θύμα, τον τύπο που θα της χαρίσει το βλέμμα του, τον αριθμό τηλεφώνου του κι αν ίσως σταθεί τυχερή, ένα γρήγορο πήδημα στο αυτοκίνητό του.
Γύρω στις τρεις και βάλε, ανάβουν τα φώτα και το φιάσκο της ούτω αποκαλούμενης διασκέδασης τελειώνει. Για να δώσει την αυριανή συνέχεια με διαφορετικά καλοντυμένα puppets σε ένα άλλο in χώρο. Με ρούχα τσαλακωμένα, μασχάλες να βρωμοκοπούν ιδρωτίλα, παπούτσια λερωμένα με στάχτες και λεκέδες από τα χυμένα στο πάτωμα ποτά, ξέρεις, σπάμε ποτήρια για να δείξουμε τη μέθη και την αντρίλα μας, πληρώνουν στην καημένη σερβιτόρα τα οφειλόμενα και οι παραδομένοι στη γλυκιά μέθη των τεσσάρων ποτηριών με ουίσκυ, υποβασταζόμενοι από το μοναδικό ίσως νηφάλιο της παρέας, πάνε να βρούνε πού στο καλό αφήσανε τα αμάξια τους. Οι μίνι κοπέλες περπατούν σαν σπασμένες κούκλες θεάτρου. Φταίνε τα δωδεκάποντα, τα απίστευτα άβολα μα τρομερά μοδάτα. Ο τύπος που το έπαιζε παράγοντας στην είσοδο του κλαμπ κρατώντας τη λίστα των κρατήσεων, τώρα ξέροντας πως σε λίγο θα σχολάσει, τους καληνυχτίζει με ανακούφιση. Φοράει γκρίζο λουστρίνι παπούτσι. Η Π. αν και δεν έριξε κανέναν τελικά απόψε, συμφωνεί με τους υπόλοιπους πως ήταν μια μέτρια βραδιά, πως το κλαμπάκι ήταν ασφυκτικά γεμάτο και πως χάλασε ο κόσμος που συχνάζει σε αυτό. Μπαίνει στο αμάξι και προς τη δόξα τραβά.

Καημένε Μακρυγιάννη, να ‘ξερες γιατί
το τσάκισες το χέρι σου.
Το τσάκισες για να χορεύουν σέικ
τα κωλόπαιδα.


Μαρία Μηνά

No comments:

Post a Comment