truth is rarely pure and never simple

.

Saturday, November 29, 2008

Στα Κατεχόμενα Ένιωθα Ελεύθερος

-Εγώ είμαι από την Θεσσαλονίκη.
-Ααα! Κεμάλ Ατατούρκ! Μου λέει αυτός.
-Εκτός από τον Κεμάλ έχουμε και τα καλύτερα γλυκά της Ελλάδας. Πολλά εξ αυτών είναι και τούρκικα! Του τονίζω...

Με κοιτάει σαν γυμνοσάλιαγκας. Οι πληροφορίες ήταν πολλές και μπλόκαρε το σύστημα. Φαίνεται δεν μπορεί να επεξεργαστεί πάνω από 2 σύνθετες προτάσεις στα Αγγλικά.
Ποσώς με ενδιαφέρει άμα καταλαβαίνει τι του λέω. Η απόλυτη μάχη έχει ξεκινήσει και αναμένω από τον Τουρκοκύπριο γλυκατζή να φανεί άξιος των περιστάσεων και να γίνει ο επόμενος Καρτέσιος, αλλάζοντας την κοσμοθεωρία της "γλυκιάς κοινωνίας" ανεπιστρεπτί.

Μου παραδίδει το γλυκό του.Το καλογυαλισμένο κουταλάκι χωρίζει σχεδόν στη μέση στο αντικείμενο ελέγχου που έχω ακριβώς μπροστά μου. Με σταθερές κινήσεις το κατευθύνω προς τα σαγόνια μου.Το μεγίστης γευστικής αξίας γλύκισμα προκαλεί μικρές πυρηνικές εκρήξεις στα ανώτερα επίπεδα του εγκεφάλου μου. Η πρώτη έκρηξη προκάλεσε τον παντελή διασκορπισμό όλων των ύψιστων θεωριών που είχα συλλέξει στα λίγα χρόνια της αμπελοφιλοσοφίας του μικρόκοσμού μου.

Ο μάγειρας με κοιτάει με τα μάτια μισόκλειστα και με γλοιώδεις κινήσεις τρίβει τα χέρια του κάτω από την επιφάνεια της ταμιακής μηχανής. Αναμένει την επιδοκιμασία μου, ακολουθούμενη από γευστικό οργασμό. Παρατηρεί με υπερηφάνια τις σπασμωδικές κινήσεις που αποτυπώνονται στο πρόσωπό μου. Κάθε δαγκωματιά στα ενδότερα της στοματικής μου κοιλότητας, του προσθέτει και χρόνια. Χαίρεται...ναι, χαίρεται!

Προσπαθώντας να ξεπεράσω το ταράχουλο που μου προκάλεσε το γλύκισμα τον παρατηρώ δίχως απορία. Ο μεγαλοφυής γλυκατζής, φαντάζομαι, πετάει τώρα στα σύννεφα, αγκαλιά με ένα ταψί Εκμέκ Κανταΐφι. Το δημιούργημα του, μου προκάλεσε δάκρυα συγκίνησης και σε αυτόν χαμόγελα υπερηφάνιας. Νιώθω προδομένος από τους καταστηματάρχες γλυκών της γειτονιάς μου, που τόσα χρόνια τους εμπιστευόμουν τις μικρές χαρές της ζωής.

Στο απέναντι τραπέζι δύο κυρίες γύρω στα 60, τρέμουν σύγκορμες. Μόλις το δοκίμασαν και αυτές. Η μία νιώθει λες κι έχει ξανανιώσει ο επί 40 χρόνια μακαρίτης άντρας της και της πρόσφερε ηλεκτρικές ηδονικές απολαύσεις με φετιχιστικές κινήσεις στα ρημαγμένα πόδια της. Η άλλη μεσήλικη κυρία, κοιτάει το Εκμέκ ωσάν φαλλό νέγρου. Με δέος και ρατσισμό, επικαλούμενη τα θεία διά της ανάτασης των χεριών και ξεστομίζοντας εκφράσεις όπως: "Τι είναι τούτο Παντοδύναμε; Απόλαυση ή αμαρτία;". Και οι δύο σαν να έφυγε η γη κάτω από τα πόδια τους, θέλουν να τρέξουν σε μια εκκλησία και να σωθούν.
Οι ενοχικές τους σκέψεις τις κολάζουν και δεν τις αφήνουν να απολαύσουν το "γλυκό μάννα" που δημιούργησε ο Τουρκοκύπριος. Δεν μπορούν να του δώσουν τα εύσημα σαν νικητή της Ολυμπιάδας ή ακόμα να του φωνάξουν "Άξιος" σαν νεοεκλεγμένος πρωθυπουργός καθώς τον ραντίζουν με τριαντάφυλλα.

Όχι! Είναι Τουρκοκύπριος και δεν πρέπει να τον επευφημίσουμε. Είναι εχθρός και δολοφόνος και κακώς που δοκιμάζουμε τα ποτισμένα με αίμα γλυκά του. Με αυτές τις σκέψεις και περίσσια αηδία στην καρδιά τους, φωνάζουν τον Εφευρέτη-Γλυκατζή για να του πουν δυο λογάκια.

Αυτός σε κάθε βήμα του νιώθει την καρδιά του να χτυπάει όλο και πιο δυνατά. Είχε δεχθεί πολλές φιλοφρονήσεις στον παρελθόν αλλά πότε από "Ελεύθερο" Κύπριο. Για αυτή τη στιγμή ζούσε και ονειρευόταν να την εξιστορεί στα εγγόνια του λίγο πριν κοιμηθούν. Γυρνάει το κεφάλι πεταχτά σε έμενα καθώς πορευόταν και εγώ του χαμογελάω έτοιμος να ζήσω πρωτόγνωρες στιγμές. Σαν ταινία χιλιάδες σκέψεις περνάν από το μυαλό μου, με ΕλληνοΤουρκοκυπραίους να είναι βουτηγμένοι σε τόνους Εκμέκ και να αγκαλιάζονται σαν αδέρφια που δεν ειδώθηκαν ποτέ.

Οι πρώτες λέξεις, μαχαίρι στη καρδιά του άμοιρου ανθρωπάκου.Πιθανόν να μην κατάλαβε ποτέ τι του είπαν οι δύο κυρίες αγγλιστί αλλά σίγουρα διαισθάνθηκε τις προθέσεις τους από τον χλευαστικό και σιχαμένο τρόπο μου μιλούσαν σε συνδυασμό με τις εκφράσεις μίσους στο φρεσκοπουδραρισμένο πρόσωπό τους.
-Τι εν τούτο; λέει η μία με φωνή από την κόλαση.
-Καλάν, εν ηξέρετε να κάμνετε γλυκά δαμέσα; λέει η άλλη.
-Εν απαίσιο. Εν εν γλυκό τούτο δαμέ!-Πιάστο! Και δίνει το πιατάκι με την πεμπτουσία του γλυκατζή στο χέρι του.Ο γεροντάκος κατεβάζει το κεφάλι και ξεστομίζει με μισή καρδιά. "Σόρρυ, σόρρυ!".Σηκώνονται, φεύγουν και δεν σκέφτονται καν να πληρώσουν σαν κυρίες που είναι. Από εκεί και πέρα αγαπητέ αναγνώστη δεν επιτρέπεται να περιγράψω τον "Μέγιστο των Γλυκατζήδων". Η ουσία του παραμένει ατόφια στο ρουν της ιστορίας.

No comments:

Post a Comment