truth is rarely pure and never simple

.

Tuesday, October 26, 2010

Πεθαίνω σαν χώρα

« (…) “… Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Γράφω σʼ εσένα γιατί μαζί ποθήσαμε να είναι γόνιμα αυτά τα σπλάχνα, κι αυτός ο πόθος μάς ένωσε νύχτες και νύχτες… και σʼ άλλες ώρες της μέρας, όταν ξαφνικά γινόταν ένα θαύμα και ξεχνούσαμε τον τρόμο που έτρεχε στους δρόμους καθώς μες στις φλέβες μας… τα εφιαλτικά δελτία ειδήσεων που μας εμπόδιζαν ακόμα και να κοιταζόμαστε… διαβασμένα από θεότρελους εκφωνητές… τα ουρλιαχτά που σκέπαζαν ακόμα και τις σειρήνες των ασθενοφόρων… Ποτέ δε θα το πίστευα πως η ανθρώπινη φωνή μπορεί να φτάσει σε τέτοια ύψη… να είναι τόσο απύθμενη… να προκαλεί τόση αναστάτωση με την επιβολή της… Τέλος πάντων, ποτέ δε συνήθισα τους ανθρώπους αλλʼ αυτό είναι μια άλλη μου αναπηρία. Βιάζομαι τώρα να σου πω μερικά πράγματα κι αυτά τα λόγια θα είναι και τα τελευταία που θα ʼχεις από μένα. Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα ʼφαγε. Τη μισώ. Ναι, τη μισώ, τη μισώ. Δεν μπορεί μια γυναίκα να ζήσει με τέτοια σπλάχνα μέσα της. Όσο το σκέφτομαι, μου ʼρχεται να ξεράσω τον ίδιο τον εαυτό μου. Νιώθω σαν ξέρασμα. Μπορεί και να ʼμαι. Μια γυναίκα… δεν είναι σα μια χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας απʼ αυτά. Εγώ δε θέλω να ʼμαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δε θέλω να είμʼ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ʼθελα να ζήσω, θα ʼθελα να μπορούσα να ζήσω, θα ʼμουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μʼ αφήνει να το θέλω, δε μʼ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή. Έχει φάει σαν καρκίνος τα βυζιά μου, τα μυαλά μου, τα έντερά μου, έχει κατεβάσει όλες της τις πέτρες στα νεφρά μου και τα ʼχει ρημάξει, έχει μαγαρίσει όλες τις πηγές απʼ όπου θα ʼτρεχε το γάλα μου, έχει μαζέψει όλο της το χώμα μες στις φλέβες μου και μου ʼχει σαπίσει το αίμα, έχει κάτσει όλη πάνω στην καρδιά μου και την έχει κουρελιάσει απʼ τα εμφράγματα και τις εμβολές, κάθε θεσμός της κι ένα έμφραγμα, κάθε νόμος της και μια εμβολή, τα ήθη της μου ʼχουν σμπαραλιάσει τα πνευμόνια, η ιστορία της με κάνει να τρέμω συνεχώς ολόκληρη σα να έχω προσβληθεί από την πάρκινσον, ο πολιτισμός της μʼ έχει ξεπατώσει, μʼ έχει ξεθεώσει, δεν πάει άλλο, η θέση της η γεωγραφική είναι το άσθμα μου, ολόκληρο το σχήμα της άλλοτε απλώνεται πάνω στο σώμα μου σα γιγαντιαίος έρπης ζωστήρ και με τρελαίνει… κι άλλοτε παίρνει τη μορφή τσουγκράνας και μπήγεται στα μάτια μου, τεράστιας βελόνας και μου τρυπάει το κρανίο, βράχου ολόκληρου που κρέμεται από την άκρη των μαλλιών μου και με παρασέρνει σε μια θάλασσα πικρών δακρύων… κι όλο νιώθω στον τράχηλό μου το ζυγό της κι όλο δένει τη γλώσσα μου το τραύλισμά της κι όλο μου φέρνει κρύα ρίγη η χυδαιότητά της… η προσήλωσή της στα φαντάσματά της, οι υπεκφυγές της, οι αντιγραφές της, τα φρακαρισμένα της μυαλά, τα πτώματά της, τα κιβούρια της, τα εγκλήματά της… Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει. Πώς θα γλιτώσουμε; Μας πίνει το αίμα, μας το πίνει. Δε μʼ αφήνει πια ούτε να κοιμηθώ, μου έχει κλέψει και τον ύπνο. Πώς θα ζήσω χωρίς ύπνο; Δε θα ζήσουμε… όλο το σπέρμα όλων των αντρών της γης δε θα μπορούσε να ζωντανέψει εκείνη την κόχη του κορμιού μου απʼ όπου ξεκινάει η ανθρώπινη ζωή… Έχεις αδειάσει όλη τη ζωή σου μέσα μου αλλά μʼ έχεις αφήσει χωρίς ζωή… Κι εσύ δεν μπορείς. Μʼ έχεις σπείρει μα ο σπόρος σου δεν πρόκειται ποτέ να πιάσει, δεν μπορεί πια ο σπόρος σας να πιάσει… δε θα ξαναβγεί ποτέ πια ζωή από μέσα μας… Το παλιογύναικο. Ένα θα ʼθελα, να την είχα μπροστά μου και να την έσφαζα με τα ίδια μου τα χέρια. Αχ, θε μου, να μπορούσα να τη σκοτώσω.

Κατάφερε οι δολοφόνοι της να φτάσουν ως τις μήτρες μας και να τις σκάψουν σαν τάφους, τα γουρούνια, τα γουρούνια, είνʼ όλοι τους γουρούνια, από ποιον νʼ αρχίσω και σε ποιον να τελειώσω, όλοι τους δολοφόνοι, όλοι τους, αυτοί με κάνουν να νιώθω την ανάγκη για το πιο μεγάλο έγκλημα, για μια ατέλειωτη σφαγή, ατέλειωτη σφαγή… αχ, πώς αντέχουμε δω μέσα, πώς δε μας τρελαίνει ακόμα αυτή η παλιοσκύλα, αυτή η γκαρότα, αυτό το στραγγουλατόριουμ, σωστή αγχόνη… με τους επίσημους μαχαιροβγάλτες της που βγάζουν επίσημους λόγους σʼ επίσημες τελετές μπρος σʼ επίσημους μαχαιροβγάλτες… Ο κάθε πόρος της είναι και μια τσέτα, κάθε γωνιά της κι ένα λάζο, κάθε χιλιοστό της και μια τσάκα, είναι γεμάτη ξόβεργες θανάτου και κοφτερούς σουγιάδες, άντρο φονιάδων, απατεώνων και ηλιθίων, λημέρι άναντρων γαμιάδων κι ανίκανων σωματεμπόρων, μας πατάει το κεφάλι μέσα στα σκατά της, μας δίνει λυσσασμένες κλωτσιές στʼ αρχίδια, μας λιώνεις, μωρή, μας στραγγίζεις, μας ρημάζεις, μας διχάζεις, μας πνίγεις, μας καταδικάζεις, μας πεθαίνεις, μας πεθαίνεις, σκρόφα, ξεπουλημένη, μολυσμένη, ψειριάρα, φαρμακοδότρα, φιδομάνα, λύκαινα, γύφτισσα, αιμομίχτρα, που όλο μαϊμουδίζεις και παπαγαλίζεις, κατσικοπόδαρη, δίσεχτη, κακορίζικη, δε σε μπορώ, δεν τη μπορώ, τη δολοφόνα, την παιδοκτόνα, τη ζαβή, τη χολεριασμένη, τη στραβοκάνα, τη ζαβή, το τσόκαρο, την παλιόγρια, την παλιόγρια, που κακό χρόνο να ʼχει, δεν αντέχω πια τίποτα δικό της, τίποτα, τίποτα, τη μισώ, τη μισώ, αχ, αχ, σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ, θα πεθάνω, τέρας, και θα εξακολουθώ να σε μισώ, ναι, το μίσος βράζει μέσα μου, θέλω να γράψω τους ανάποδους ύμνους απʼ αυτούς που γράφτηκαν ως τώρα γιʼ αυτήν, λέξη προς λέξη να την τουφεκίσω και να την παραχώσω σα σκυλί με τα ίδια μου τα χέρια… Δεν είμαι πια γυναίκα… Ούτε κι εσύ πια είσαι άντρας… Μας τα πήρε όλʼ αυτή… Τι θα μείνει όμως απʼ αυτήν χωρίς εμάς; Τι θα είνʼ αυτή όταν δεν θα ʼχει μείνει τίποτʼ από μας;… Το χώμα της έχει πάρει το σχήμα μου… Το σώμα μου έχει πια τις διαστάσεις της… Έχω μέσα μου τη μοίρα της… Πεθαίνω σα χώρα…” (…) »

Δημήτρης Δημητριάδης, «Πεθαίνω σαν χώρα»

Sunday, October 17, 2010

(Και τώρα τι ρε μαλάκα; Τι θα πούμε στους κλέφτες; Δεν τους έχουμε αφήσει τίποτα στο
παράθυρο ν’αρπάξουνε, καμιά φυλακισμένη χαραμάδα να τρυπώσουνε, κανά χρυσαφικό τουλάχιστον, έστω απ’αυτά τα φώ. Θ’αναγκαστούν να σπάσουνε την πόρτα πάλι και μετά θα ζητάμε και τα ρέστα)

Sunday, October 3, 2010

Η πρόσληψη του έργου της Κατερίνας Γώγου

Η Κατερίνα Γώγου εμφανίστηκε στα ποιητικά πράγματα το 1978 με την ποιητική συλλογή Τρία Κλικ Αριστερά, κι έλαβε εξαρχής την εύνοια του ορίζοντα της εποχής –σε επίπεδο αναγνωστών και μετάφρασης της συλλογής–. Η ποίησή της συγκεντρώθηκε στο αμφισβητησιακό αίτημα της γενιάς της και στην προβολή της επικράτειας του περιθωρίου, στον προσδιορισμό του αρνητικού πόλου σημασίας και των θεματικών ορίων της ποίησης.
Τα Τρία Κλικ Αριστερά αφορούν το εγώ ή τις ταυτότητες που το διατρέχουν: το φύλο, η κοινωνική θέση, η πολιτική θέση, η εθνική ταυτότητα, ο φεμινισμός, η ποιητική στόχευση είναι τα βασικά θέματα της συλλογής, η οποία αξιοποιεί τη γλώσσα του δρόμου -το ζωντανό περιθώριο της γλώσσας- για να κάνει ποίηση, μεταφέροντας στον λόγο της «something of a street sensation», όπως σημειώνει ο μεταφραστής της συλλογής Jack Hirschman (Three clicks left).
Το ποιητικό υλικό της συλλογής δεν θέτει λεξιλογικούς περιορισμούς, η τεχνική είναι κυρίως κινηματογραφική –η Γώγου θήτευσε στον κινηματογράφο ως ηθοποιός και σεναριογράφος– αποδίδοντας με τη μορφή της σεκάνς όσα συνήθως, αποκλείει η προσωπική παρατήρηση. Η κάμερα διϋλίζει όσα βρίσκονται στην επικράτεια του περιθωρίου και σχηματοποιούνται στη βάση του κοινωνικού διπόλου, αντιστρέφοντας συχνά τη σημασιολόγησή τους, μέσα από τα εκφραστικά μέσα της ειρωνείας, της μεταφοράς, της σατιρικής επίθεσης. Στίχοι της ανακαλούν συχνά τρόπους διαχείρισης του ποιητικού υλικού παρόμοιους με αυτούς της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς:

"Αυτός εκεί
Ο συγκεκριμένος άνθρωπος
Είχε μια συγκεκριμένη ζωή
Με συγκεκριμένες πράξεις.
Γι’ αυτό και
Η συγκεκριμένη κοινωνία
Για το συγκεκριμένο σκοπό
Τον καταδίκασε
Σ’ έναν αόριστο θάνατο".

"Εδώ αναπαύεται
η μόνη ανάπαυση της ζωής του
Η μόνη του στερνή ικανοποίηση
Να κείτεται μαζί με τους αφέντες του
Στην ίδια κρύα γη, στον ίδιο τόπο".
(M. Αναγνωστάκης)


Παρότι εκδίδεται αργότερα, η συλλογή βρίσκεται κοντά στους εκφραστικούς τρόπους και το ποιητικό αίτημα της γενιάς του ’70, έτσι όπως εκφράζεται στις αρχές -οι δρόμοι της Γώγου είναι συχνά, οι δρόμοι του Λευτέρη Πούλιου στις πρώτες ποιητικές συλλογές του:

Δρόμε, σάβανο του Γρηγόρη, του Σωτήρη, του Τάσου.
Δρόμοι-παιάνες. Δρόμοι γιορτής.
Δρόμοι-αγωνία. Δρόμοι-φονιάδες.
Ποια κατάρα πάνω σας έχει πέσει;
Περιμένουμε ο καθένας στη στάση του.
Περιμένουμε όλοι μαζί στο τσίγκινο υπόστεγο.


Η επίδραση από την beat αμερικανική γενιά και την pop κουλτούρα είναι επιπλέον χαρακτηριστικά που μοιράζεται η ποίηση της Γώγου με την ποίηση άλλων εκπροσώπων της γενιάς της. Ο Jack Hirschman, μεταφραστής της συλλογής Τρία Κλικ Αριστερά, είναι ένας από τους συνδετικούς κρίκους της ποιήτριας με τους αμερικανούς beat. Η στράτευση στο περιθώριο ή η αμφισβήτηση της στόχευσης της ποίησης ανακαλούν συχνά κείμενα όπως το Howl του Ginsberg, με την επικράτεια του ατόμου να ορίζεται παρόμοια:

I saw the best minds of my generation destroyed by madness, starving hysterical naked,
dragging themselves through the negro streets at dawn looking for an angry fix,
angelheaded hipsters burning for the ancient heavenly connection to the starry dynamo in the machinery of night […].

Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
Που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μετς [...].


Η επικράτεια της Γώγου ορίζεται συχνά σε σχέση με το κοινωνικό μόρφωμα, την ένδειξη της διπολικής βάσης της κοινωνίας, η οποία δημιουργεί στη διαδικασία διαμόρφωσής της, επικράτειες αποβλήτων και επικράτειες υποκειμενοποίησης. Ο λόγος της λαμβάνει τις διαστάσεις μιας καταγγελίας σε σχέση με το ήδη υπάρχον, αρνούμενος τη διαχείριση παλαιωμένων ποιητικών υλικών ή λεξιλογίου που βρίσκεται εκτός της επικράτειας που επιλέγει να αναπαραστήσει και να τροφοδοτήσει.
Η αναγνωστική προσδοκία εκείνη την περίοδο βρίσκεται κάτω από το ρεύμα της αμφισβήτησης, συνεπώς, οι πρώτες συλλογές της Γώγου, τυγχάνουν μεγάλης αποδοχής από τον αναγνωστικό ορίζοντα της Ελλάδας και της Αμερικής, η ίδια παραμένει ωστόσο, μεταγενέστερα, εκτός των συλλογικών ανθολογιών, της επίσημης κριτικής και των ιστοριών νεοελληνικής λογοτεχνίας, προκαλώντας προβληματισμούς σε σχέση με τους τρόπους διαμόρφωσης του καλλιτεχνικού ορίζοντα κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο και των διαδικασιών επικράτησης ποιητικών τάσεων.

Την περίοδο που ακολουθεί το ’80, κατά την οποία η ποιητική παρουσία της Γώγου είναι ενεργητική, συνυπάρχουν δύο κυρίαρχες τάσεις στην ποίηση: αφενός, της αποκήρυξης, της ανατροπής των παραδοσιακών μέτρων, της αποδομιστικής προσπάθειας, η οποία εκφράστηκε δυναμικά στις αρχές του ’70 και αφετέρου της επαναφοράς του παραδοσιακού και της διερώτησης ως προς την αποκήρυξη των παλαιότερων μορφών. Ποιήτριες όπως η Κατερίνα Γώγου, ο Νίκος Αλέξης – Ασλάνογλου ή ο Λευτέρης Πούλιος αντιπροσωπεύουν την πρώτη ποιητική τάση, της απουσίας και της α-σημασίας ενώ ποιητές όπως ο Γκανάς ή ο Διονύσης Καψάλης επιδιώκουν μέσα από τα έργα τους την αισθητική μιας ‘επαναφοράς’ σε σχέση με ό, τι αποκηρύχθηκε δυναμικά από τη γενιά του ’70 και παραμένει ανολοκλήρωτη διαδικασία - ο καθένας μέσα από τα ιδιότυπά του χαρακτηριστικά.

Η έννοια της αμφισβήτησης συνεπώς, τη δεκαετία του ’80 αρχίζει να αμφισβητείται. Η συλλογικότητα του εγχειρήματος της γενιάς του ’70 διασπάται με τους ποιητές να ακολουθούν ο καθένας διαφορετικούς εκφραστικούς δρόμους. Η ποίηση της Γώγου εκτροχιασμένη από το καθεστώς, παραμερίζεται μέσα στον διάλογο που προκύπτει με τη νέα κατάσταση σε σχέση με τα εκφραστικά μέσα, τα ειδολογικά χαρακτηριστικά της ποίησης, την ελευθέρωση των μορφών-τα αποτελέσματα εν τέλει, του αμφισβητησιακού αιτήματος της γενιάς του ’70. Η κοινωνική και πολιτική κατάσταση μεταβάλλεται σημαντικά μετά το '84 τροφοδοτώντας τάσεις ακραιφνώς διαφορετικές από το αίτημα της αμφισβήτησης των αρχών του ’70. Η φωνή της Γώγου εμμένει στη στράτευσή της, στο αμφισβητησιακό αίτημα της γενιάς της εκφράζοντας αιχμηρά τον λόγο της και εισάγοντας στην ποίησή της ένα προβληματισμό αυτοαναφορικότητας, άλλοτε σε πεζόμορφα ποιήματα άλλοτε σε στίχους:

Λέξεις ανάκατες
Ασφυκτιούν, σαλεύουνε
Να βρουν θέλουνε
την πρώταρχική τους Αρχή.
[…] Δεν έχω Μνήμη Αύρα Ποίημα Μουσική
Προδότες του φωτός την Πύλη του Δάντη με
υπόκωφη βοή μ’ ανοίγουνε
ίσα ίσα μόλις λοξά περνάω.


Κάτω από τις παρούσες συνθήκες ωστόσο, η φωνή της Γώγου περιορίζεται στην επικράτεια που την αφορά άμεσα – τα ταξικά επίπεδα της κοινωνίας οριοθετούν την αναγνωστική προσδοκία, ιδιαίτερα όταν το συλλογικό αίτημα της αμφισβήτησης αρχίζει να διασαλεύεται. Η εκτροπή της και η απουσία της από τις ιστορίες νεοελληνικής λογοτεχνίας και από τις περισσότερες ανθολογίες της γενιάς της, είναι αναμενόμενη αν συνυπολογίσει κανείς τα δεδομένα της εμφάνισής της, τη στόχευσή του έργου της, τους τρόπους διαμόρφωσης του καλλιτεχνικού ορίζοντα και της κριτικής της μεταπολιτευτικής περιόδου.

Σκόρπιες αναλύσεις του έργου της φιλοξενούνται με μεγαλύτερη συχνότητα σε εφημερίδες από το 1993 και εξής ενώ σήμερα, το διαδίκτυο παρέχει σημαντικό αριθμό πληροφοριών για τη ζωή της και το έργο της. Βιβλιοκρισίες σε εφημερίδες φιλοξενούν την έκδοση κάθε ποιητικής της συλλογής, ενώ στις ποιητικές ανθολογίες η παρουσία της επισημαίνεται αργότερα, για πρώτη φορά το 1993 και κατόπιν, το 2004.

Η πρώτη ποιητική ανθολογία που περιέχει ποιήματά της είναι αυτή του Βασίλη Βασιλικού , στα 1993: από τα Τρία Κλικ Αριστερά το 4/Θέλω να κουβεντιάσω, το 22/ Η ελευθερία μου είναι και από τον Μήνα των παγωμένων σταφυλιών, το 1/ Το σπίτι μου, το 2/Κι ανυπόδετη, το 7/ Νύχτωνε στον ουρανό, το 9/ Τώρα και το 22/ Και ήρθανε. Το 2004 ακολούθως, κάνει την παρουσία της στην ανθολογία των Peter Bien-Peter Constantine-Edmund Keeley-Karen Van Dyck , με το ποίημα «Οι λυπημένες μητέρες στα σούπερ μάρκετ». Αναφορά γι’ αυτήν γίνεται και στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πατάκη, το 2007, σε ένα μικρό λήμμα με ενδεικτική βιβλιογραφία .

Σε άλλες ανθολογήσεις της ποίησης του ’70 ακόμα και γυναικείας ποίησης, δεν αναφέρεται. Το έργο της αποκλήθηκε συχνά εποχικό, χωρίς ιδιαίτερη εξέλιξη , ωστόσο, είναι σημαντική η διαφορά των εκφραστικών μέσων στην τελευταία της τουλάχιστον, συλλογή, τον Νόστο, στην οποία το θέμα της ποίησης και του Λόγου, της σημασίας των πραγμάτων, εκφράζεται μέσα από πεζόμορφες κατασκευές συνειδησιακής ροής που θεματοποιούν ένα διάλογο με λογοτεχνικούς προδρόμους κάθε είδους.

Η θέση που κατέχει στην ιστορία η Γώγου είναι αναμφισβήτητα θέση ποιητικής αμφισβήτησης, χώνεψης ποιητικών προτύπων, κυρίως αντλημένων από την αμερικανική beat γενιά και επαναπροσδιορισμού της ίδια της στόχευσης του ποιητικού φαινομένου-ακόμα και αν η προσπάθεια αυτής και των συγχρόνων της στέρησε πολλά από την ποίηση ανακαίνισε ένα προβληματισμό πολυεπίπεδο που απαιτεί πολυεπίπεδη ανάλυση και δεν στηρίζεται σε a priori ορισμούς της λογοτεχνίας και του κοινωνικού εκτοπίσματός της. Όπως επισημαίνει ο Eagleton , δεν μπορεί να υπάρξει κανένα αντικειμενικά υψηλό έργο τέχνης ανεξάρτητα από το ιδεολογικό και κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο παράγεται και οι τάσεις που ενυπάρχουν στην ποίηση σε κάθε περίοδο εξαρτώνται άμεσα από το καθεστώς που τις διαμορφώνει, τις ασπάζεται ή τις απορρίπτει.

[…] Τώρα, στο σπίτι που μ’εχει κρύψει η φίλη μου, σβήνω πάντα το φως και τριγυρνάω συνέχεια μ’ένα μικρό καφέ κερί, να περάσω μέσα από τη λίμνη χωρίς να σβήσει η φλόγα του, σ’ έναν παλιό νοσταλγίας καθρέφτη

Έφυγε σαν σήμερα.