truth is rarely pure and never simple

.

Saturday, June 19, 2010

Α λα Μαργαρίτα Καραπάνου

Αθήνα, ετών ποτέ.

Οι μύγες ανακατεύουν τα σκουπίδια. Η Νεφέλη λέει πως ο κόσμος είναι σαν τις μύγες που ανακατεύουν τα σκουπίδια. Δεν ξέρω τι θέλει να πει η Νεφέλη γιατί οι μέρες εδώ είναι ηλιαχτίδες κι αυτό θα σήμαινε ότι οι μέρες και οι ηλιαχτίδες τρέφουν και τις μύγες και τα σκουπίδια. Τα σπίτια είναι μεγάλα και ψηλά λέει η Νεφέλη. Έχει τρύπες κάθε σπίτι, πολλές τρύπες από πάνω ως τα πόδια κι αυτό λογικά θα πρέπει να γίνεται για να αναπνέουν αυτοί που μένουν μέσα και να μπαινοβγαίνουν οι μύγες από τις τρύπες τους και να πηγαίνουν στα σκουπίδια τους.
«Είσαι ένα κουνούπι» μου λέει η Νεφέλη.
«Είναι καλύτερα τα κουνούπια από τις μύγες;» ρωτάω εγώ.
«Ναι» μου λέει.
«Γιατί;»
«Επειδή αυτά ρουφάνε το αίμα και κάνουνε όπως το λένε οι μεγάλοι ιντράξιο».
«Ιντεράξιον» λέει η μαμά.
«Αυτό».
«Μα και οι μύγες κάνουν ιντεράξιο με τα σκουπίδια» λέω.
«Ναι αλλά δεν τους ρουφάνε το αίμα. Και τα σκουπίδια είναι κατώτερα ενώ το κουνούπι πάει ολόισια στους ανθρώπους».
«Εγώ λέω καλημέρα σε όλους», της λέω. «Η μαμά λέει ότι δεν πρέπει στους ξένους και μάλλον θα έχει δίκιο κάποτε διότι μοιάζουν με τους πίνακες που είδαμε στο μουσείο, τους θυμωμένους. Κι αυτούς που με φιλάνε τους φιλάω πίσω στο λεωφορείο. Πού και πού έχει κάποιες μεγάλες που έχουν πλάκα γιατί δεν έχουν ισορροπία και πέφτουνε και κάνουν αστεία και φιλάνε τον κόσμο, μετά όμως τσακώνονται και θέλουν λεφτά. Ύστερα έρχεται ο διάβολος στο μετρό κι εγώ νομίζω πως ο πάτερ νικόλας έχει δίκαιο που έλεγε πώς υπάρχουνε μόνο δύο πράματα στον κόσμο, ο θείος και ο διάβολος και η Ασπασία που με φώναζε διαολισμένο πλάσμα γιατί από όλους μόνο εμένα βλέπει αυτός όταν έρχεται. Έχει πολλές στρώσεις στο πρόσωπό του σαν ζελές και ζητάει από τον κόσμο να του δώσει λεφτά κι όλοι γυρνάνε από την άλλη και τραβάω το φόρεμα της μαμάς να του δώσει γιατί ο πάτερ μιχάλης έλεγε ότι θα ρθει κάποτε ο μεσσίας και όσοι δεν του δώσουμε λεφτά ή κλείσουμε την πόρτα θα χάσουμε την ευκαιρία να πάμε στο μέρος με τα φρούτα που μας έδιωξαν παλιά, αλλά εγώ τους λέω πως έχουμε σπίτι φρούτα και στη λαϊκή κάθε Πέμπτη ο δρόμος είναι γεμάτος και να έρχονται και γελάνε και ποτέ δεν έρχονται-από κει πήρα το συνήθειο και δεν πάω πια στη λαϊκή με τη μαμά».

«Εμένα δε μ’αρέσουν τα λεωφορεία, λέει η Νεφέλη. Όποτε μπω εκεί κανείς δε με χαιρετάει, άμα καλοκαιριάσει έχουν όλοι τρελαθεί, περιμένουν τις πόρτες να ανοίξουν για να τους δει ο αέρας που είναι σκατά και βρωμάει όπως εκείνη τη φορά που πήγαμε στον πειραιά και τα καπέλα τα είχε κατουρήσει η ξινισμένη βροχή που λέει η δασκάλα μας και διάβασα σένα βιβλίο ότι ο Θεός κάνει εμετό εκείνη την ώρα όμως μην το πεις στον παπά αυτό, ούτε και στη δασκάλα για τα βιβλία που διαβάζω, ούτε και σ’αυτους τους μεγάλους που είναι στο γκρίζο κτίριο και διαβάζουνε πολύ. Νομίζω δεν τους αρέσει. Είναι και ο άνθρωπος δέντρο κάποτε με τα πράσινα μαλλιά εκει μέσα και το παιδί που φοράει μαύρα και ποτέ δεν χαιρετάει τον κόσμο γιατί λέει η μαμά πως μπορεί να έχει κάνει κακά πάνω του και να φοράει πάνα, και να μην ξεσινερίζομαι τον κόσμο έχει τα δικά του, αλλά εγώ πάλι δεν καταλαβαίνω τίποτε, διότι τη δική μου κούκλα σου τη δίνω κάποτε και παίζεις και το ίδιο κάνουν ο πάτερ με τη δασκάλα.
Όταν θα πάμε στο σχολείο πάντως, θα καθίσω έξω να περιμένω εκείνο το παίδί από το Πακιστάν που μου είπε θέλει να γίνουμε φίλοι γιατί κανείς εδώ δεν τον κάνει παρέα. Μπορεί να θέλει να παίξω και με τη δική του κούκλα αυτός. Κι άμα θέλεις έλα κι εσύ μαζί μας. Θα πούμε στη μαμά ότι πάμε για παγωτό χωνάκι».

Στη μαρή.