Βρέχει απ'το πρωί. Βρέχει στ'αυτοκίνητα, στα πλαστικά υπόστεγα των δρόμων. Στο δράκο καπνοσυλλέκτη ψηλά στην ταράτσα στο λεπρό δάσος με τις αντένες.
Βρέχει και δε βλέπεις τη βροχή στο γραφείο 405 από βροχή δεν ξέρεις. Βρέχει έξω από τις αίθουσες των μυστικών συσκέψεων τους κύλινδρους των στεγνοκαθαριστηρίων έξω. Βρέχει και δε βρέχεσαι, αδύνατο να βραχείς να' ρθεις να περπατήσεις κάτω απ'τη βροχή μαζί μου.
Βρέχει στον τελευταίο σταθμό της βενζίνης, στο χαλασμένο λάστιχο του φορτηγού στο νεκροταφείο της ακτής, στην κρεμασμένη θάλασσα στους πεθαμένους ουρανούς των διυλιστηρίων στις τρομερές σημαίες των διεθνών εταιρειών. Βρέχει στους σκουπιδότοπους. Στ'ασθενοφόρο που σε παίρνει.
Βουκόλος: (ο) (λογ.)πρόσωπο που οδηγεί ζώα και ιδιαίτερα βόδια, στη βοσκή ΣΥΝ. γελαδάρης, αγελαδοβοσκός.
Υπονομευτές του αρκετοί, γράφουν, δημοσιέφκουν, ποστάρουν, που παντού διασταυρωμένοι τζαι άνευ λογοκρισίας.